Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία
Του Étienne de La Boétie
Μέρος Β
3. Ατομικότητα και Συλλογικότητα
Ομαδικότητα ή ατομικό ταλέντο, προπονητικό σκάκι ή ποίηση του απρόβλεπτου, Ολλανδία του Κρόυφ ή Βραζιλία του Πελέ: Αυτά είναι μερικά από τα διλήμματα τα οποία δίχασαν, διχάζουν και θα συνεχίσουν να διχάζουν τους ποδοσφαιρόφιλους ανά την υφήλιο. Όχι άδικα, μιας και το ποδόσφαιρο είναι, περισσότερο από κάθε άλλο ομαδικό άθλημα, το πεδίο συμβολικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις απαιτήσεις της ατομικής μοναδικότητας και της συλλογικής αρμονίας που απασχόλησαν την φιλοσοφική και κοινωνική σκέψη, ιδιαίτερα μετά την βιομηχανική επανάσταση.
Υπάρχουν, ως εκ τούτου, οπαδοί που φιλελευθερίζουν, υποστηρίζοντας μαζί με τον Άνταμ Σμιθ ότι η συλλογική ευτυχία θα έρθει μόνη της, όταν δωθεί αρκετός χώρος στην έκφραση της ατομικής πρωτοβουλίας. Άλλοι που Μαρξίζουν-Λενινίζουν, θεωρώντας ότι η ατομική έκφραση μπορεί να δικαιωθεί μόνο μέσα από την εκπλήρωση του αιτήματος της συλλογικής νίκης στον αγώνα. Και άλλοι, σαφώς λιγότεροι, που Μπακουνίζουν, διατηρώντας επιφυλάξεις τόσο για τον ανομολόγητο οικονομισμό της λατρείας του ατομικού ταλέντου όσο και για τον υποβόσκοντα ολοκληρωτισμό της εξιδανίκευσης της πειθαρχημένης οργάνωσης της συλλογικότητας. Στο ιστορικό πεδίο όπως γνωρίζουμε, νικητής αναδείχτηκε ο φιλελευθερισμός του Σμιθ και των ιδρυτών της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας. Όχι τυχαία, το ποδόσφαιρο ως προϊόν μηντιακής εκμετάλλευσης βασίζεται στην έννοια του ατομικού ταλέντου, και κατ’ επέκταση στην εικόνα των ποδοσφαιρικού σταρ, των Πελέ της ποδοσφαιρικής πολιτικής οικονομίας. Το Σοβιετίζον πρότυπο του “ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου,” από την άλλη πλευρά, μοιάζει να έχει μπει στο ίδιο χρονοντούλαπο της ιστορίας με τα πενταετή πλάνα ανάπτυξης της πρώην ΕΣΣΔ, ενώ το επίθετο “άναρχο” χρησιμοποιείται επιτιμητικά, για να καταδείξει το ανοργάνωτο και άρα εκ πρωιμίου καταδικασμένο σε αποτυχία ποδόσφαιρο.
Από την πλευρά της, η φιλοσοφία, μετά τον τιτάνιο αλλά τελικά άκαρπο αγώνα του Σαρτρ στην Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου, έχει σταματήσει να προσπαθεί να διατυπώσει ολοκληρωμένες προτάσεις για την δυνατότητα υπερκερασμού της πεισματικής αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική και συλλογική διάσταση των κοινωνικών υποκειμένων, δικαιώνοντας την διάσημη ρήση του Μαρξ (στη Γερμανική Ιδεολογία) ότι κάθε κοινωνία θέτει στον εαυτό της μόνο τα προβλήματα αυτά που μπορεί να επιλύσει. Στο ποδόσφαιρο όμως, η πρακτική της επιτυχημένης ομάδας επιβάλλει την άμβλυνση των αλληλοσυγκρουόμενων επιταγών και προτεραιότητων των δύο πόλων. Η ομάδα “παίζει μπάλα” στον βαθμό που ατομική πρωτοβουλία και συλλογικότητα συναντώνται και αλληλομεταμορφώνονται, στο βαθμό δηλαδή που υπερβαίνονται αμφότερες διαλεκτικά. Η σύνθεση αυτή προσφέρει, έστω παροδικά, την εμπειρία μιας ουτοπικής υπέρβασης τόσο των αντιφάσεων της κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ορίων της δυνατότητας “θεωρητικής” επίλυσής τους. Αυτή την υπερβατική και συνάμα αισθητή και παροντική promesse de bonheur το ποδόσφαιρο τη μοιράζεται με την ουτοπικότερη και ίσως όχι τυχαία λιγότερο αναπαραστατική των τεχνών, τη μουσική. Αν και το φαντασιακό των ποδοσφαιρικών συστημάτων παραπέμπει στην οργάνωση του στρατιωτικού τάγματος εν ώρα μάχης, ο γράφων θα θεωρούσε σαφώς πιο παραγωγικό τον παραλληλισμό της σωστής ποδοσφαιρικής λειτουργίας με την λειτουργία της μουσικής μπάντας.
4. Dasein, οντολογία και ποδοσφαιρική ανία
Κάθε ποδοσφαιρόφιλος που σέβεται τον εαυτό του έχει περάσει έναν ικανό αριθμό απογευμάτων αντιμέτωπος με την ποδοσφαιρική ανία ενός οπαδικά αδιάφορου για τον ίδιο αγώνα—τις αργόσυρτες εκείνες στιγμές κατά τις οποίες ο χρόνος μοιάζει να μετεωρίζεται, η μπάλα να κυλά άσκοπα, οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές να υπνωτίζονται από τον ρυθμό τους, και η ματιά χάνεται στη δίνη σκόρπιων και ανερμάτιστων λεπτομερειών. Η τελευταία σέντρα φάνηκε εξ αρχής ότι δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά και το μάτι έχει ήδη επανεστιάσει στη γυαλιστερή καράφλα του μπροστινού, στη διαφημιστική ταμπέλα πίσω από τα γκολποστ, στον βαριεστημένο εκτός φάσης αμυντικό, ή στον έναστρο ουρανό, ψάχνοντας προσωρινό καταφύγιο από την ανυπαρξία οπτικού αγκυροβολήματος, ενώ ταυτόχρονα, ασήμαντα θραύσματα από την μέρα στο γραφείο, τα ψώνια στο σουπερμάρκετ, ή την κίνηση στο δρόμο για το γήπεδο αιωρούνται ράθυμα στο μυαλό.
Σε γενικές γραμμές ο επαγγελματικός αθλητισμός τρέμει την ανία, την απροειδοποίητη εμφάνιση δηλαδή της δίνης που απομακρύνει τον θεατή από την μελέτη του φαινομενικού κόσμου της δράσης και των γεγονότων και τον βυθίζει στο βουβό, α-νόητο κόσμο της ύπαρξης του ιδίου του όντος, της αβύσσου δηλαδή του Χαιντεγκεριανού Dasein. Για τον Χαίντεγκερ, βέβαια, και η φιλοσοφία, προσκολλημένη καθώς είναι στην ταύτιση του υποκειμένου με την έλλογη συνείδηση, τρέμει την άνοια της αβύσσου αυτής: Το όλο εγχείρημα της φιλοσοφικής μεταφυσικής δεν είναι έτσι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια να περιβληθεί από τη λήθη και να απωθηθεί η αποκάλυψη της α-λήθειας του χαίνοντος κενού του γυμνού είναι. Υπάρχει ως εκ τούτου μια ενδιαφέρουσα αναλογία μεταξύ της ιστορίας της φιλοσοφίας και της ιστορίας της εξέλιξης του ποδοσφαίρου από Χαιντεγκεριανή σκοπιά: όπως η ΦΙΦΑ ή η ΟΥΕΦΑ, η φιλοσοφία έχει κηρύξει πόλεμο κατά της εμπειρίας του είναι-ως-ανία και έχει εφεύρει κάθε λογής περιορισμούς και κανόνες για να εξολοθρεύσει τον αντίπαλό της—μάταια φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις.
Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσει κανείς ότι ως αβάσταχτη ελευθερία από την προσκόλληση στο ανθρωποκεντρικό και έλλογο νόημα των φαινομένων, η ανία βιώνεται μονοσήμαντα ως αρνητική εμπειρία. Υπάρχει στο ποδόσφαιρο (όπως και στο μπέιζμπολ, τον πραγματικό από αυτή την άποψη συγγενή του ποδοσφαίρου στην Αμερική) μια σχεδόν ευφορική διάσταση στην παράδοση του θεατή στην ενατένιση του στατικού κόσμου του Dasein. Πηγαίνει κανείς στο γήπεδο με την προσδοκία να δει έναν ενδιαφέροντα αγώνα, ναι, αλλά επίσης συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο να καταλήξει επέκεινα του ενσυνείδητου εαυτού του, μαγνητισμένος από το σακουλάκι με τα τσιπς, τη φθορά στο μπρος μέρος των παπουτσιών του, ή τον ακριβή σχηματισμό του γονάτου του. Προετοιμασμένος, με άλλα λόγια, να βυθιστεί για λίγο στη βουβή και αδικαιολόγητή του ύπαρξή του ως ον, να αφουγκραστεί τον αδιόρατο παλμό του εαυτού του ως απλόν είναι. Δεν είναι άραγε η δυνατότητα ενός εξόχως ανιαρού Κυριακάτικου απογεύματος στον ανοιξιάτικο ήλιο αντί της υστερικά υπεραπασχολημένης και θορυβώδους κοινωνικότητας των ημερών μία από τις κρυφές και ανομολόγητες ηδονές του ανθρώπου που καλλιεργεί την συνήθεια του γηπέδου?
5. Η Ποιητική του Άυλου Ποδοσφαίρου
Μιλήσαμε μόλις για μία από τις φιλοσοφικά ενδιαφέρουσες εμπειρίες του ποδοσφαιρόφιλου θεατή στο γήπεδο. Στην ευρύτερη οικογένειά του γράφοντος, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν κάτι που παρακολουθούσε κανείς δια ζώσης κατ’ εξαίρεση, συνήθως όταν ερχόταν στην πόλη για ένα από τα τρία τοπικά ντέρμπυ ο Ολυμπιακός. Ούτε όμως, τουλάχιστον μέχρι να κλείσει η δεκαετία του 70, ήταν κάτι που έβλεπε κανείς από τον τηλεοπτικό δέκτη. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ήταν μία μάλλον ακουστική εμπειρία με έντονο το τελετουργικό στοιχείο: Κυριακή απόγευμα σήμαινε συγκέντρωση άρρενων μελών στο πατρικό σπίτι γύρω από το τοτεμικό αντικείμενο ενός ραδιοφώνου μάρκας, αν ενθυμείται ο γράφων σωστά, Crown. Ως το κατά πολύ νεότερο μέλος μιας φυλής πέντε γαύρων τριών γενεών, ο γράφων διατηρεί την θύμηση της ευτυχίας της συμμετοχής σε αυτή την ιδιότυπη και κλειστού κύκλου μυσταγωγία, που εκ των υστέρων μοιάζει να υπέχει το χαρακτήρα μύησης στα μυστήρια της οικογενειακής ταυτότητας και της ενήλικης αρρενωπότητας.
Οι απαρχές λοιπόν της συμμετοχής στην ποδοσφαιρική μαγεία ήταν ακουστικές, και πιο συγκεκριμένα, άμεσα συνδεδεμένες με τον λόγο, τον ρυθμό εκφοράς του, τις δραματικές παύσεις του, την δυναμική των μεταφορών του. Για όσους πρόλαβαν τις “μέρες ραδιοφώνου” δεν θα φανεί παράξενη αυτή η φαινομενικά παράδοξη σύνδεση μεταξύ ενός χαμηλού πολιτιστικού πρεστίζ αθλήματος και της έκθεσης στην κατά κυριολεξία ποιητική δυναμική του λόγου, στην έκθαμβη παιδική αναγνώριση της ικανότητάς της φωνής να ποιήσει ένα άυλο, παράλληλο, ετεροτοπικό κόσμο όπου οι ενέργειες των παικτών, επειδή ακριβώς βασιζόντουσαν στην συμμετοχή της εικονοποιητικής φαντασίας του ως ακροατή, ήταν πάντα κατά τι εντυπωσιακότερες, πιο ακροβατικές, και περισσότερο ηρωικές από αυτές της πραγματικότητας. Στο άυλο γήπεδο των ραδιοκυμάτων, κάθε φάση μύριζε γκολ, οι ευκαιρίες ήταν σαφώς πολυπληθέστερες, οι αποστάσεις των γραμμών σαφώς μικρότερες, οι παίκτες έτρεχαν δαιμονισμένα ή εξαφανιζόντουσαν εντελώς απ’ το πεδίο της περιγραφής, και η μπάλα είχε ένα τρόπο να διακτινίζεται ασυνεχώς από το ένα σημείο του γηπέδου στο άλλο.
Στο δοκίμιό του “Ο Αφηγητής Ιστοριών,” ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αναλύει διεξοδικά τον λαϊκό και προ-βιομηχανικό ρόλο του προφορικού αφηγητή, δίνοντας έμφαση στην συλλογική και διαδραστική διάσταση της άφηγησης στην προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, σε αντίθεση με το αστικό milieu του μυθιστοριογράφου, όπου ο λόγος, γραπτός πλέον, απευθύνεται σε απομονωμένους αναγνώστες-καταναλωτές. Ανάλογης υφής φαίνεται να είναι το πέρασμα από το φωνοκεντρικό ποδόσφαιρο του ραδιοφώνου στο εικονοκεντρικό θέαμα του συνδρομητικού καναλιού, που εξαντλώντας με τα τεχνολογικά του μέσα την εικόνα των διαδραματιζομένων, έχει καταστήσει τον οπαδό απλό αποδέκτη ενός ήδη επεξεργασμένου προϊόντος. Αυτός πιθανόν είναι ένας από τους λόγους που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν την τάση να θεωρούν πάντα τους ποδοσφαιριστές με τους οποίους μεγάλωσαν σπουδαιότερους από τους τωρινούς: Η τάση εξιδανίκευσης και γιγάντωσης των κάθε λογής παρελκομένων της παιδικής ηλικίας συναντά την μνήμη της σαγήνης ενός ποδοσφαίρου που δεν είχε ακόμη απομαγευτεί από την τηλεοπτική τεχνολογία.
6. Περί του πέναλτι ως φιλοσοφικού παραδείγματος
Τι είναι το πέναλτι? Μία ποινή φυσικά, η οποία εκτελείται υπό το κανονιστικό καθεστώς αυτού που ο Καρλ Σμιτ ονομάζει “κατάσταση εξαίρεσης,” μίας κατάστασης, δηλαδή που παραδόξως επιβάλλει την ισχύ των κανονισμών αίροντας για λίγο τους κανόνες του παιχνιδιού: Ο χρόνος παγώνει και οι παίκτες τοποθετούνται αναγκαστικά έξω από την μικρή περιοχή, χωρίς δικαίωμα να επεισέλθουν στο χώρο μέχρι η μπάλα να φύγει από τα πόδια του ποδοσφαιριστή που εκτελεί. Τα δρώντα υποκείμενα είναι μόνο δύο, αντιμέτωπα το ένα με το άλλο σε συγκεκριμένη απόσταση και θέση. Η στιγμή έχει σαφώς τελετουργικές διαστάσεις: Περιβάλλεται από την επισημότητα, τον σεβασμό στην ακριβή στιγμή της πράξης και την γεμάτη ένταση σιωπή των τελετουργικών κορυφώσεων. Αν οι όροι “εκτέλεση” και “εκτελεστής” από την άλλη μοιάζουν να δίνουν στην έννοια της ποινής μια μάλλον κυριολεκτική διάσταση, το γεγονός είναι ότι το πέναλτι είναι μια κατ’ εξαίρεσιν δυνητικά αναίμακτη ποινή, μιας και υπάρχει πάντα η δυνατότητα να μην καταλήξει σε γκολ.
Η διάσταση αυτή της παρέκκλισης από τις μονοσήμαντα τιμωρητικές διαστάσεις που συνδηλώνει η έκφραση “εσχάτη των ποινών” μας αναγκάζει να προσθέσουμε ένα επιπλέον, πιστεύω καθοριστικής σημασίας, συμβολικό στρώμα σε αυτά της τελετουργίας και του νόμου. Πρόκειται για την συμβολικό πρότυπο της μονομαχίας μεταξύ ίσων, που εδώ παραπέμπει σε αρχαϊκού είδους πρακτικές. Ο εκτελεστής και ο τερματοφύλακας αντίστοιχα δεν ενεργούν απλώς εκ μέρους του εαυτού τους και η σύγκρουσή τους δεν είναι στενά προσωπική. Καθένας τους κουβαλάει επάνω του τη μοίρα ολόκληρης της ομάδας-φυλής που εκπροσωπεί, και άρα και την ευθύνη για τη μοίρα αυτή. Αν μίλησα για αρχαϊκές πρακτικές, επομένως, είναι γιατί η εκτέλεση πέναλτι επαναλαμβάνει συμβολικά τους αρχαίους Ελληνικούς και Ρωμαϊκούς θρύλους στρατών που, εξαντλημένοι από τις απώλειες της μάχης, διαλέγουν από έναν εκπρόσωπο και του ζητούν να επιλύσει τις συλλογικές διαφορές δια της ατομικής σύγκρουσης μέχρι θανάτου. Δίχως αυτή την διάσταση της συλλογικής ευθύνης που μετατίθεται σε “εκπροσώπους,” το πέναλτι δεν θα είχε το υπαρξιακό βάρος που έχει (αν σκεφτεί κανείς ότι η ομάδα με τη σειρά της αντιπροσωπεύει ένα έθνος ή μια πολυπληθή συλλογικότητα, η οποία για μια στιγμή βαραίνει εξ’ ολοκλήρου ένα και μόνο σώμα, τότε αποκτά την συναίσθηση των τρομακτικών διαστάσεων που δυνητικά αποκτά η προσωπική ευθύνη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αγώνων ύψιστης σημασίας). Το πέναλτι, ως εκ τούτου, έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει στους δύο παίκτες μια προσομοίωση της συντάραξης της ύπαρξης από τις επιταγές της δυσβάστακτης ευθύνης της απόφασης, εν ολίγοις του υπαρξιακού σύμπαντος του Άμλετ. Όχι τυχαία, Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι του Βιμ Βέντερς (1972) εκκινείται από αυτήν ακριβώς την ανακάλυψη της υπαρξιακής βαρύτητας που εν δυνάμει συνοδεύει κάθε ποδοσφαιρικό πέναλτι.
Το πέναλτι, τέλος, διδάσκει κάτι σημαντικό για την φιλοσοφική κατανόηση της έννοιας της απόφασης. Αν και συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι η λήψη αποφάσεων είναι μια διαδικασία έλλογη και βασισμένη στον υπολογισμό ή το σχεδιασμό, καμμία γνήσια απόφαση, όπως δείχνουν κατ΄επανάληψη τόσο ο Σμιτ όσο και ο Ντεριντά, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την εθελούσια εγκατάλειψή μας σε αυτό ακριβώς που δεν μπορούμε να προβλέψουμε ή να ελέγξουμε. Αλλιώς δεν θα υπήρχε λόγος να μιλήσουμε για την απόφαση ως υπαρξιακό δεδομένο, μιας και αποφάσεις εκ του ασφαλούς δεν θα ήταν αποφάσεις αλλά αυτοματισμοί, ενέργειες που δεν θα είχαν κανένα υπαρξιακό βάρος για το ανθρώπινο υποκείμενο. Ο Αβραάμ, για παράδειγμα, δεν παίρνει την απόφαση να υπακούσει τον Κύριο και να σφάξει το γιό του Ισαάκ γνωρίζοντας ότι θα υπάρξει θεία παρέμβαση που θα σώσει τον μονογενή του. Αν το γνώριζε, η ενέργειά του δεν θα ήταν απροϋπόθετη και δεν θα είχε καμμία θεολογική αξία. Έτσι και ο τερματοφύλακας που αποφασίζει για τη γωνία όπου θα εκτιναχθεί, το κάνει εγκαταλείποντας εκ των προτέρων κάθε βεβαιότητα για την πορεία και το ύψος της μπάλας. Εκθέτοντας το είναι του στην αφόρητη αβεβαιότητα της στιγμής, αναζητά τη λυτρωτική επέμβαση σχεδόν τυφλά.