Ποδόσφαιρο και Φιλοσοφία
Στo αξεπέραστο σκετς τους “International Philosophy” οι Monty Python εκμεταλλεύτηκαν χιουμοριστικά την ιδέα της συνάντησης δύο κόσμων που εκ πρώτης όψεως είναι εντελώς ασύμβατοι μεταξύ τους: από τη μία αυτόν του ποδοσφαίρου, ενός λαϊκού και μαζικού αθλήματος που δεν διεκδικεί ούτε τις δάφνες του κλασικού αθλητισμού ούτε τον ταξικά εκλεπτυσμένο χαρακτήρα άλλων σύγχρονων αθλημάτων, και από την άλλη της φιλοσοφίας, της πιο “υψηλής,” πιο ατομικά εκφραζόμενης και πιο δυσνόητης των επιστημών του ανθρώπου. Το κωμικό στοιχείο προέκυπτε από την εκ των προτέρων δεδομένη δια της κοινής λογικής αδυναμία των φιλοσόφων—Ελλήνων και Γερμανών—να “παίξουν μπάλα,” την ασυμβατότητα τους δηλαδή με το παιχνίδι ως γενικότερη έκφανση ενός ζειν που είναι απαλλαγμένο από την βλοσυρή φιλοσοφική βαρύτητα, και με το ποδοσφαιρικό παιχνίδι ως ειδικότερη έκφραση αυτού του ζειν.
Θα ήταν όμως ελλειπής, και ελλειπής φιλοσοφικά, η συζήτηση του σκετς αυτού, αν δεν παρατηρούσε κανείς ότι αυτό που του χαρίζει κάτι παραπάνω από εφήμερη χάρη είναι η κρυφή σαγηνευτικότητα αυτής ακριβώς της εικόνας: η ιδέα δηλαδή της χαρμόσυνης συμφιλίωσης μιας φιλοσοφίας που μαθαίνει να “παίζει μπάλα,” και ενός ποδοσφαίρου που μαθαίνει να φιλοσοφεί--να φιλοσοφεί πρακτικά, μέσω του τρόπου με τον οποίο παίζει. Όχι τυχαία, ο σκόρερ του εν λόγω αγώνα είναι ο Σωκράτης, ο πιο παιχνιδιάρης ίσως των φιλοσόφων, αυτός για τον οποίο ήταν πάντα δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν μιλάει σοβαρά ή όχι, ή αν στο λόγο του σοβαρότητα και παιχνίδι ήταν ασύμβατες κατηγορίες. Και το γκολ, όπως θα ταίριαζε σε ένα πολέμιο των σοφιστών που στον Τίμαιο ταυτίζει τον εαυτό του μαζί τους, είναι εμπνευσμένα αμφισβητούμενο, όπως όλα τα γκολ φιλοσόφων στους αντιπάλους τους—του Σωκράτη στους Σοφιστές, του Χέγκελ στον Καντ, του Νίτσε στον Σωκράτη, του Μαρξ στον Χέγκελ, του Χάιντεγκερ σε όλους τους προηγούμενους, ή του Ντεριντά στον Χάιντεγκερ.
Υπάρχει λοιπόν τρόπος να πάρει κανείς το σκετς αυτό για την ιλαρή συνάντηση του παιγνίου και της φιλοσοφικής σοβαρότητας σοβαρά—που σημαίνει αναγκαστικά παιγνιωδώς, μιας και για να θυμηθούμε πάλι τον Σωκράτη, η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα σοβαρό παιχνίδι. Αυτό ίσως είναι το νόημα της διαβόητης δήλωσης του Ζακ Ντεριντά, του σημαντικότερου πιθανότατα φιλοσόφου του 20ου αιώνα, γνωστού για τα ατέρμονα του γλωσσικά παιχνίδια, ότι το όνειρό του ήταν να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής (γεννημένος στην Αλγερία, πιθανότατα θα ήθελε να είχε γίνει ένας Ζινεντίν Ζιντάν avant la lettre). Αλλά και στα καθ ‘ημάς, ο επίσης εκλιπών Παναγιώτης Κονδύλης, ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές της κριτικής απέναντι στον φιλελευθερισμό πολιτικής φιλοσοφίας, δεν είχε παραλείψει να δηλώσει ότι το μόνο που κάνει στην Γερμανία όταν δεν διαβάζει ή γράφει είναι να ασχολείται με το ποδόσφαιρο (βλέποντας ίσως στον ποδοσφαιρικό αγώνα κάτι σαν την τελετουργικά επαναλαμβανόμενη έκφραση της πρωταρχικότητας της σύγκρουσης και του αγώνα που συνδέει τον Ηράκλειτο και την αρχαία θεωρία του πολιτικού με τον αντι-φιλελευθερισμό του Μαρξ ή του Σμιτ).
Υπάρχει κάτι περισσότερο από ανεκδοτολογικό ενδιαφέρον σε αυτά τα παραδείγματα? Υπάρχει η δυνατότητα, με άλλα λόγια, να σκεφτεί κανείς φιλοσοφικά τόσο για το ποδόσφαιρο (κοιτάζοντας δηλαδή το παιχνίδι από έξω προς τα μέσα) όσο και με το ποδόσφαιρο (συναντώντας δηλαδή τη φιλοσοφία μέσα από την αυτο-θεωρητικοποίηση της ποδοσφαιρικής πρακτικής)? Θα απαντούσα, με πνεύμα τόσο παιγνιώδες όσο και σοβαρό, καταφατικά στις ερωτήσεις αυτές. Ας εξετάσουμε κάποιες από τις σημαντικές συναντήσεις φιλοσοφίας και ποδοσφαίρου, συνοπτικά και επιγραμματικά:
1. Η διαλεκτική ειρωνεία της ισοπαλίας
Τα περισσότερα αθλήματα κινούνται με βάση μια δυαδική λογική: υπάρχει νικητής και ηττημένος. Οι κατηγορίες αυτές όμως αναγκαστικά παραμένουν απόλυτες και στείρες στο βαθμό που στερούνται διαμεσολάβησης (mediation) και άρα δυνατότητας διαλεκτικοποίησης. Ως εκ τούτου στερούνται επίσης της δυνατότητας να οδηγήσουν στην ειρωνική γνώση, στην σύλληψη δηλαδή της ιστορικής μεταβλητότητας των πραγμάτων και της μεταλλαγής τους στα αντίθετά τους (μία από τις βασικές αρχές της διαλεκτικής του Χέγκελ). Ένα αγωνιστικό σύμπαν που περιλαμβάνει μόνο νικητές και ηττημένους έχει στενό χώρο περισυλλογής για αυτό που διαμεσολαβεί ανάμεσα στη νίκη και την ήττα εγγράφοντας τη μία μέσα στην άλλη—ως Πύρρειο νίκη για παράδειγμα, ή ως ευτυχή ήττα.
Η ποδοσφαιρική κατηγορία της ισοπαλίας—που δεν είναι ούτε νίκη ούτε ήττα, αλλά συγκρατεί και αφήνει να διαφανεί το ίχνος και των δύο ταυτόχρονα—αποτελεί ως εκ τούτου σημαντικό τρόπο προβληματικοποίησης της αφέλειας του δυαδισμού νίκης και ήττας στα περισσότερα των αθλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι συνήθως, οι ισοπαλίες αφήνουν στους οπαδούς και των δύο ομάδων πικρή γεύση. Η γεύση αυτή είναι η γεύση της ίδιας της διαλεκτικής ειρωνείας, η γεύση του κωνείου που χαμογελαστά πίνει ο Σωκράτης: ίσως γιατί ξέρει ότι ανάμεσα στο “φάρμακον” του κωνείου και το “φάρμακον” του φιλοσοφικού λόγου (βλ. Ντεριντά, “Πλάτωνος Φαρμακεία”) υπάρχει μια κάποια ισορροπία δυνάμεων, μια κάποια ισοπαλία. Ο Θουκυδίδης έδειξε στην Ιστορία των Πελοππονησιακών Πολέμων ότι γνώριζε εξίσου καλά την πικρή αυτή γεύση της διαλεκτικής γνώσης, αναγκασμένος να καταγράψει την σύλληψη μιας αλήθειας πολυπλοκότερης από τον αφελή ηρωισμό του Ομηρικού έπους: την ιδιαίτερα οδυνηρή, άγονη και χρονοβόρα “ισοπαλία” μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών που μακροπρόθεσμα θα έβρισκε και τους δύο χαμένους. Το ποδόσφαιρο γνωρίζει καλά πως υπάρχουν ισοπαλίες καταστροφικότερες από τις ήττες, άλλες που είναι σημαντικότερες από τις νίκες, και άλλες που δεν κρίνουν απολύτως τίποτε παρά την παράταση της αγωνίας για το τελικό αποτέλεσμα ενός ευρύτερου αγώνα. Πιθανόν, αν γεννιόντουσαν αργότερα, οι ιδρυτές της φιλοσοφικής και ιστορικής διαλεκτικής να ήταν ποδοσφαιρόφιλοι.
2. Η πρακτική της δημοκρατίας
Σε ένα από τα επεισόδια των Simpsons οι σεναριογράφοι φαντάζονται ένα μάτσο βαριεστημένων Αμερικανών να παρακολουθούν έναν αγώνα ποδοσφαίρου που διαφημίζεται ως ικανός να κρίνει “ποια είναι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου: H Πορτογαλία ή το Μεξικό.” Η κωμική λεπίδα κόβει προς δύο κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Από τη μία το αστείο είναι με τους Αμερικανούς και εις βάρος των υπολοίπων—είναι δεδομένο για τον τηλεθεατή της σειράς ότι ισχυρότερη χώρα είναι οι ΗΠΑ και άρα ότι η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο δεν συμβαδίζει με τα προφανή δεδομένα της πραγματικότητας. Από την άλλη όμως το αστείο είναι πικρόχολα εις βάρος των ίδιων των Αμερικανών θεατών: το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα όπου ο πολιτικά ή οικονομικά αδύνατος έχει ελπίδα, το άθλημα της έμπρακτης δημοκρατίας. Οι Αμερικανοί, οι επίσημοι δηλαδή εκπρόσωποι του πλανητικού εκδημοκρατισμού ως ιδεολογίας, καταλήγουν να δέχονται ως επίπλαστη τη δική τους ρητορική στο βαθμό που γελούν αυτάρεσκα με το αστείο.
Η σχέση του ποδοσφαίρου με την έμπρακτη δημοκρατία είναι πολλαπλή και βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας απήχησής του στις μάζες. Οι υλικές-οικονομικές προϋποθέσεις του είναι απόλυτα σπαρτιάτικες: μια μπάλα, έστω και αυτοσχέδια φτιαγμένη. Σε όλο τον πλανήτη το ποδόσφαιρο παίχτηκε, παίζεται και θα συνεχίσει να παίζεται ως άθλημα απόλυτα μινιμαλιστικό, όσα χρήματα και όση χρυσόσκονη και να επενδύονται στις επίσημες διοργανώσεις. Οι ρίζες του στην Αγγλική εργατική τάξη και τους έγχρωμους, ιθαγενείς και αποικιοκρατούμενους συνεχίζουν να τρέφουν όνειρα ξυπόλυτης ευτυχίας, και όχι μόνο αυτά που στο τέλος αποζημιώνονται με το χρώμα του χρήματος. Αυτοί που φαντασιώνονται τη δόξα στις αλάνες θα είναι πάντα περισσότεροι από αυτούς που βρίσκουν το δρόμο της μεταπρατικής νιρβάνα του “χρυσού συμβολαίου.”
Η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου ως πρακτικής εκτείνεται, όπως ήδη επέδειξα, στον τρόπο με τον οποίο επαναχαρτογραφεί την διεθνή ιεραρχία δυνάμεων: Η συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών και ομαδικών αθλημάτων στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου αναδιατύπωνε την γεωπολιτική σύγκρουση Ανατολικού-Δυτικού μπλοκ με σφήνα την “τρίτη λύση” του Κινέζικου μοντέλου. Την ίδια εποχή, οι ηγεμόνες και τα πρότυπα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν Βραζιλιάνοι, Αργεντίνοι, Ολλανδοί, Ιταλοί και Γερμανοί. Ο ποδοσφαιρόφιλος οπαδός, σε επίπεδο εθνών κρατών, είναι συνηθισμένος στην ιδέα της ισχύος των συχνά πολιτικά και οικονομικά αδυνάτων. Το ποδόσφαιρο παραμένει, σε πείσμα των αθεράπευτα κυνικών εκβιομηχανιστών και προμότερς του, ένα δικαιοκρατούμενο καρναβάλι όπου για λίγο ο κόσμος γυρίζει ανάποδα και ο φτωχός παίρνει τη θέση στον ήλιο που του στερεί η "κανονική" ζωή. Αν η Αdidas τιτλοφόρησε την καμπάνια του Euro 2004 “Impossible is Nothing,” η παντελώς άσημη και άκρως αντιεμπορική Εθνική της χώρας μας έδωσε στο σλόγκαν μια μάλλον σαρκαστικά κυριολεκτική γεύση για την πολυεθνική που πίστεψε τόσο λίγο στα ίδια της τα λόγια που δεν είχε προωθήσει στην αγορά πάνω από μια χούφτα από τις γαλανόλευκες που η ίδια σχεδίασε.
Τέλος, η δημοκρατικότητα του ποδοσφαίρου εκφράζεται στο πιο άμεσα υλικό και απτό επίπεδο, αυτό του ίδιου του σώματος. Κοντοί, ψηλοί, στραβοκάνηδες, παχουλοί, κοκκαλιάρηδες, άνθρωποι με στενό στέρνο ή αδύνατα χέρια—όλοι δυνητικά ελπίζουν, για όλους δυνητικά υπάρχει θέση σε μία ενδεκάδα. Χωρίς αμφιβολία, η επαγγελματικοποίηση και εμπορευματικοποίηση του ποδοσφαίρου έχει συρρικνώσει τα όρια της σωματικής δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, το κοντόχοντρο αλλά μανιασμένα ευέλικτο και κινητικό σώμα του Ντιέγκο Αρμάντο συνεχίζει να αποτελεί φάρο ελπίδας για τους φιλόδοξους ποδοσφαιριστές την ίδια στιγμή που το σώμα καταντά τυραννικό και απαγορευτικό όριο και όχι μέσο ελεύθερης και αυτόβουλης παιγνιώδους έκφρασης στα περισσότερα σύγχρονα αθλήματα. H φιλοσοφία στοχάστηκε την δημοκρατία εκ μέρους της δημοκρατίας για πάνω από δύο χιλιετίες. Το ποδόσφαιρο φιλοσοφεί στο βαθμό που υλοποιεί την απραγματοποίητη υπόσχεση της δημοκρατίας σε ένα πλανητικά διασπαρμένο ενενηντάλεπτο.