Τα αποτελέσματα όπως πάντα δίνουν την καλύτερη εξήγηση: ένα κύπελλο σε δύο χρόνια δεν αρκεί για μια ομάδα με ένα τεράστιο μπάτζετ και ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον κόσμο της, έστω και αν τώρα τελευταία η πλειοψηφία αυτού του κόσμου θέλει τα πάντα δίνοντας ελάχιστα. Βέβαια πόσο βαρύνεται ο προπονητής για τις όποιες αποτυχίες; Η απάντηση πρέπει να αποτελέσει οδηγό για τον διάδοχο του.
Το χτες
Ο Γιαννάκης διακρίθηκε κυρίως σε δύο τομείς κατά τη διάρκεια της θητείας του στον Ολυμπιακό: πρώτον στην ατομική βελτίωση πολλών παικτών: ο Μπουρούσης, ο Πρίντεζης, ο Μαυροκεφαλίδης, ο Παπανικολάου, ο Σλούκας αλλά και παίκτες με τους οποίους είχε έρθει σε α ρήξη, όπως ο Τεόντοσιτς και ο Σχορτσιανίτης, κέρδισαν αρκετά πράγματα από την συνεργασία τους με ένα προπονητή που ανεξάρτητα από τις αδυναμίες τους πάντα ενδιαφέρεται για την πρόοδο των παικτών του. Σίγουρα αυτοί οι παίκτες δούλεψαν και μόνοι τους, ενώ επωφελήθηκαν από τη συμμετοχή τους σε εθνικές ομάδες ή σε άλλους συλλόγους όπου είχαν αγωνιστεί ως δανεικοί. Απλά με τον Γιαννάκη αυτή η προσπάθεια δικαιώθηκε και μεταφράστηκε σε χρόνο συμμετοχής, καλά συμβόλαια και ατομικές διακρίσεις. Αυτό δεν είναι κάτι που καταφέρνουν όλοι οι προπονητές.
Το δεύτερο θετικό στοιχείο του ήταν η προσαρμοστικότητα που επέδειξε. Η μάλλον αργή ομάδα του 2009, που βασιζόταν στο παιχνίδι στο μισό γήπεδο έδωσε τη θέση της στην πιο γρήγορη και θεαματική ομάδα της Ευρώπης. Το μπάσκετ συστημάτων, με έμφαση στην ακρίβεια της εκτέλεσης και τα ποσταρίσματα των ψηλών, αντικαταστάθηκε από το μπάσκετ αρχών, όπου η συνεχής κίνηση χωρίς την μπάλα και η γρήγορη κυκλοφορία ήταν τα βασικά σημεία αναφοράς. Το γεγονός ότι η ομάδα παρέμεινε ανταγωνιστική στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο μετά από ριζικές αλλαγές πιστώνεται στον Γιαννάκη.
Οι προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ επέβαλλαν σε μεγάλο βαθμό μια διαφορετική φιλοσοφία, αλλά η μετάβαση έγινε όσο το δυνατό πιο ομαλά: στην Ευρωλίγκα η αύξηση του ρυθμού, με την ομάδα να εκδηλώνει 5 επιθέσεις περισσότερες ανά αγώνα σε σχέση με πέρσι, συνοδεύτηκε από βελτίωση του ποσοστού εντός πεδίας αλλά και του συντελεστή ασίστ-λαθών. Η ομάδα έπαιζε γρήγορα αλλά και σωστά. Πολλοί θα πουν ότι αυτό το στιλ θα έπρεπε να είχε δοκιμαστεί από πέρσι. Ίσως έχουν δίκιο, αλλά η διάθεση του προπονητή να εμπλουτίσει τη φιλοσοφία του δείχνει ότι μαθαίνει από τα λάθη του και υποτάσσει τον εγωισμό του στις ανάγκες της ομάδας.
Το παράδοξο είναι ότι αυτές οι αρετές τελικά ήταν και από τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο Γιαννάκης σήμερα βρίσκεται χωρίς δουλειά. Η παιδαγωγική προσέγγιση που υιοθέτησε απέναντι στους παίκτες ουσιαστικά δεν επέτρεψε τη μέγιστη αξιοποίηση του ρόστερ πέρσι, όταν οι Τεόντοσιτς και Σχορτσιανίτης ήταν ουσιαστικά εκτός ομάδας. Εννοείται ότι και οι παίκτες είχαν σοβαρότατη ευθύνη για αυτή την κατάσταση. Όταν όμως μια ολόκληρη χρονιά σημαδεύεται από δύο οριακές ήττες (στον ημιτελικό του Βερολίνου και στον πρώτο τελικό του πρωταθλήματος) τότε το συμπέρασμα είναι ότι θα έπρεπε να υπάρξει μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στη διαπαιδαγώγηση και στην εξάντληση των δυνατοτήτων του ρόστερ. Το φετινό πέρασμα στο άλλο άκρο, με τη ντροπιαστική εικόνα αρκετών παικτών στον πάγκο, ακόμα και πριν το Παρίσι, μάλλον αποδεικνύει ότι η τήρηση αυτής της ισορροπίας εξαρτάται και από τη διοίκηση. Και οι πολλοί μήνες σιωπής, ανάμεσα σε ένα πρόστιμο για την εμφάνιση στη Μάλαγα (τέλη Οκτωβρίου) και σε μια επίσκεψη του προέδρου στα αποδυτήρια μετά από την ήττα στον πρώτο τελικό (τέλη Μαϊου), δεν ήταν η ενδεδειγμένη στάση από την πλευρά της.
Όσο για το διαφορετικό στιλ παιχνιδιού, η ευθύνη εδώ βαραίνει σχεδόν αποκλειστικά τον Γιαννάκη, ο οποίος δεν εμπιστεύτηκε μέχρι τέλους το μπάσκετ που δούλευε όλη τη χρονιά. Το ντεφορμάρισμα καθοριστικών παικτών όπως ο Τεόντοσιτς στο Παρίσι και ο Παπαλουκάς στους τελικούς ή το πρόβλημα στο περιφερειακό σουτ δεν μπορούν να κρύψουν τη συνειδητή επιλογή του προπονητή να φρενάρει την ομάδα.
Στο top 16 της Ευρωλίγα ο Ολυμπιακός εκδήλωνε 82 επιθέσεις σε κάθε παιχνίδι. Με την Πρόκομ, ο αντίστοιχος μέσος όρος έπεσε στις 72 επιθεσεις και στο Παρίσι η πτώση συνεχίστηκε. Με την Παρτιζάν έγιναν 81 επιθέσεις, αλλά σε 45 λεπτά, παρότι δεν υπήρξαν σημαντικές μεταβολές στα λάθη, τα κλεψίματα και τα επιθετικά ριμπάουντ, δηλαδή σε στατιστικά που επηρεάζουν άμεσα τον ρυθμό μιας ομάδας. Η πλήρης κατάρρευση ήρθε στον τελικό, όπου παρά τα λιγότερα λάθη και τα περισσότερα κλεψίματα σε σχέση με τα δεδομένα όλης της χρονιάς, η ομάδα περιορίστηκε σε μόλις 61 επιθέσεις. Η άμυνα και η ευστοχία της Μπαρτσελόνα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για αυτό το νούμερο. Από τη στιγμή, όμως, που η ίδια τάση συνεχίστηκε στα ελληνικά play off, όταν οι λιγότερες ασίστ και τα περισσότερα σουτ τριών πόντων διόγκωσαν το απροσδόκητο επιθετικό πρόβλημα, έχουμε να κάνουμε με μια συνειδητή αλλαγή ρυθμού, η οποία στοίχισε πολύ.
Η συμβατική σοφιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ λέει ότι μια ομάδα πρέπει να κόβει ταχύτητα στα κρίσιμα ματς. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ολυμπιακός δε σχεδιάστηκε με συμβατικό τρόπο. Έτσι, η ξαφνική επιστροφή στα συνεχή pick and roll και τα μονοδιάστατα ποσταρίσματα φανέρωσαν ακόμα περισσότερο την ένδεια λύσεων στο περιφερειακό σουτ. Έχω ξαναγράψει για την ανεπανάληπτη διαδρομή Κελάτι-Ουέιφερ- Πεν. Ευθύνες έχει και η διοίκηση και ο προπονητής. Γενικά, όμως, στα καθαρά αγωνιστικά ζητήματα, το περιφερειακό σουτ αποδείχτηκε η μεγάλη αδυναμία του κόουτς, όχι μόνο στην επίθεση, αλλά και στην άμυνα: από τις ομάδες του top 16 της Ευρωλίγκας, μόνο το Μαρούσι επέτρεπε στους αντιπάλους του να σουτάρουν με υψηλότερο ποσοστό στα τρίποντα (38,8% μέχρι το Παρίσι, όπου η Μπαρτσελόνα μας εκτέλεσε με 42,8%).
Το αύριο
Ίσως βέβαια δεν έχει τόσο νόημα να ασχολούμαστε με το παρελθόν. Για πολλούς οπαδούς του Ολυμπιακού η σημερινή μέρα είναι χαρούμενη, αφού απομακρύνθηκε ο βασικός υπεύθυνος για τα προβλήματα της ομάδας. Το μέλλον μπορεί και να τους δικαιώσει. Για να γίνει αυτό όμως πρέπει η διοίκηση να επιλέξει τον επόμενο προπονητή με συγκεκριμένα κριτήρια. Βασικότερο όλων η συμβατότητα του με το ρόστερ. Αυτό σημαίνει και καλύτερη συνεννόηση κατά τη διάρκεια των μεταγραφών. Η έλλειψη διασυνδέσεων του Γιαννάκη στην ευρωπαϊκή αγορά μας φόρτωσε με τα βαριά συμβόλαια των Βούισιτς και Χαλπερίν, παρότι υπήρχαν καλύτερες και φτηνότερες εναλλακτικές λύσεις. Ίσως ο επόμενος προποντής να είναι καλύτερα δικτυωμένος. Ίσως πάλι να χρειάζεται κάποιος τεχνικός διευθυντής, αφού δεν ευθύνεται μόνο ο προπονητής για τις όποιες αντισορροπίες σε ένα πανάκριβο ρόστερ.
Επίσης η επικοινωνιακή τακτική της διοίκησης πρέπει να αλλάξει. Η λέξη υπομονή έγινε ανέκδοτο όχι μόνο γιατί ο Γιαννάκης έχει μια τάση να επαναλαμβάνεται στις δημόσιες τοποθετήσεις του, αλλά και γιατί το γραφείο τύπου δεν προσπάθησε όσο έπρεπε να εξηγήσει το όραμά του στον κόσμο. Όταν βέβαια στη χτεσινή ψηφοφορία των αθλητικογράφων για την ανάδειξη του καλύτερου προπονητή στην Α1 ο Γιαννάκης δεν πήρε ούτε μία ψήφο, τότε ίσως η επικοινωνιακή διαχείριση της θητείας του να ήταν προαποφασισμένη, ανεξάρτητα από τις κινήσεις της ΚΑΕ ή ακόμα και από τα όποια αποτελέσματα...Δυστυχώς και ο επόμενος προπονητής λογικά θα υπονομεύεται παρασκηνιακά σε κάθε του βήμα. Και να σκεφτεί κανείς ότι έχω γράψει πάνω από χίλιες λέξεις χωρίς να αναφερθώ στη διαιτησία...
Προς το παρόν, το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα συνεχίσει να μαθαίνει από τα λάθη του και να βελτιώνεται. Ελπίζω το ίδιο να ισχύει και για την ομάδα συνολικά, σε ό,τι έχει να κάνει με το περιβάλλον εντός του οποίου θα δουλέψει ο διάδοχος του.