Αν γνωρίζει κάτι καλά ο κάτοικος της ελληνικής επικράτειας, αυτό είναι το παιχνίδι που λέγεται “τις πταίει”. Η φράση ανήκει στον Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος την χρησιμοποίησε σε άρθρο του στην εφημερίδα Καιροί το 1874 για να εκθέσει τις αυταρχικές συνήθειες του Βασιλέα Γεωργίου Α’ να διορίζει πρωθυπουργούς κατά βούληση, και είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση της λεγόμενης αρχής της δεδηλωμένης στο ελληνικό σύνταγμα. Έκτοτε, η αναζήτηση ενόχων για τα δεινά της χώρας εξελίχθηκε σε εθνικό σπορ· η μάλλον, σε ένα ακόμα από τα δεινά της χώρας. Οι Έλληνες έχουν αναρωτηθεί “τις πταίει” για το κυπριακό, την παιδεία, την γοργή εξαφάνιση των δασών της χώρας, ή την απώλεια της πρωτιάς στη Γιουροβίζιον με την ίδια σταθερή αναποτελεσματικότητα, την ίδια τάση ανάλωσης στο κυνήγι των εντυπώσεων και την ίδια τελική αποκόλληση της κοινής γνώμης από οποιαδήποτε δυνατότητα δράσης. Το “τις πταίει” ερμηνεύει την πραγματικότητα με όρους ενόχων και δικαστηρίων και έτσι στρέφει το ενδιαφέρον στην παθητική αναμονή μιας ετυμηγορίας που βρίσκεται παντού και πουθενά και που “θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους.” Την ίδια στιγμή βέβαια που παρέχει την ηδονή της στροφής του δακτύλου στον απέναντι ή στον δίπλα απαλάσσει τον το δάχτυλο προτάξαντα από την άδοξη ευθύνη του να προτείνει κάτι δημιουργικό. Το “τις πταίει” είναι το όνομα της συνείδησης της Ψωροκώσταινας, της κακοδαίμονος χώρας που για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν μπορεί να βρει προκοπή. Είναι ο βασικός τρόπος της διοχέτευσης της λαϊκής ενέργειας στην κατεύθυνση της χωρίς τελειωμό εσωστρέφειας. Υπ’ αυτή την έννοια το εθνικό μας σλόγκαν είναι η άρνηση του αντίστοιχου λενινιστικού: η ερώτηση “τι πρέπει να κάνουμε;” για να θυμηθούμε το φυλλάδιο που συνέγραψε ο Ρώσος το 1902, απέχει παρασάγγας ως προσέγγιση απ’ το “τις πταίει;” διότι πολύ απλά προτάσσει την ευθύνη στο θετικό και όχι την μουρμούρα για το αρνητικό.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα του εθνικού βαυκαλισμού με το ρόλο του απρόσκλητου δικαστή που τόσο έχουν επεκτείνει και θεσμοθετήσει πλέον τα ΜΜΕ. Την τελευταία δεκαπενταετία οι δύο πρώην μεγάλες ομάδες του κέντρου έχουν αποδοθεί σε μια διαρκή ανακύκλωση του τρικουπικού ερωτήματος. Ένοχοι φυσικά βρέθηκαν, διότι το “τις πταίει” παράγει μόνο αυτό: ενόχους. Η διαιτησία, η παράγκα, η ανικανότητα του τάδε ή δείνα προπονητή ή παίκτη, η γενιά των loser της Ριζούπολης, ο Βαρδινογιάννης, ο Μπάγεβιτς, το CAS, ο Πλατινί, η μοίρα η κακιά. Προσφάτως όμως μοιάζουν να έχουν βρει παρέα στην τρίτη εκ των ομάδων του κέντρου, αυτή που εκμεταλλεύτηκε για αρκετά χρόνια την αυτοπαγίδευση των αντιπάλων στην εσωστρέφεια. Ο Ολυμπιακός ανακάλυψε και αυτός αυτοβούλως, ανεξήγητα, και εν έτει 2009, την χάρη της τρικουπικής κληρονομιάς. “Τις πταίει;” είναι το ερώτημα που πλανιέται πλέον σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω απ΄το Καραϊσκάκη, το ερώτημα μου συντηρείται και αναζωπυρώνεται καθημερινά. Τις πταίει, αλήθεια; Ο Κετσπάγια, με το αμυντικογενές ποδόσφαιρο και ο Μιχαήλ με τις απαρχαιωμένες μεθόδους εκγύμνασης; Η φυσική κατάσταση; Η ελλειπής προετοιμασία; Οι βεντέτες; Οι Βραζιλιάνοι; Μα τι σημασία έχει “τις πταίει.” Το “τις πταίει” δεν είναι τίποτε άλλο από μια οπλισμένη κάνη που αναζητά στόχους· και μόλις ο ένας πέσει, βρίσκεται στη θέση του άλλος. Το ζήτημα γίνεται όχι η εξεύρεση λύσης αλλά η αναζήτηση νέων φταιχτών που με τη σειρά τους καλούνται να πληρώσουν το γεγονός ότι η αναζήτηση φταιχτών δεν παράγει ποτέ λύσεις. Αυτό που δεν φταίει ποτέ είναι το “τις πταίει”, η παντελής αδιαφορία για άλλου είδους ερωτήματα εκτός από αυτά που περιέχουν την σκανδαλιστική προοπτική “ξεφωνήματος” , διαπόμπευσης, καρατόμησης και απαξίας.
Εχθές στο γήπεδό του, το ΑΠΟΕΛ έδωσε έναν πολύ αξιοπρεπή και μαχητικό αγώνα με μια καλύτερη ομάδα και τον έχασε. Κανείς δεν ρώτησε “τις πταίει”. Από την άλλη, πρόκειται για μια ερώτηση που από ό,τι φαίνεται έχει πάψει να απασχολεί τον ΑΠΟΕΛ τον τελευταίο καιρό. Οι Κύπριοι εδώ και μερικά χρόνια ρωτούν μάλλον: τι μπορούμε να κάνουμε; Τι μπορούμε να μάθουμε από αυτούς που το έκαναν πριν από μας; Τι προϋποθέτει ως ελάχιστες προϋποθέσεις η συνολική βελτίωση; Μπορούμε και έχουμε την θέληση να εφαρμόσουμε το Χ ή Ψ μοντέλο σαν συνολικό μοντέλο για την ομάδα μας—εκγύμναση, προπόνηση, κατανομή ρόλων μέσα στο γήπεδο, σχέσεις διοίκησης με παίκτες και προπονητή, στάση κόσμου, συλλογική συνειδητοποίηση δυνατοτήτων και στόχων; Στην Κύπρο, κατά τα φαινόμενα, έχουν χάσει τον καλό δρόμο. Πίσω στον Πειραιά η απομόνωση και στόχευση του τάδε ή του δείνα υπεύθυνου των δεινών από την αλάνθαστη κάνη του “τις πταίει;” —μετά τον Κετσπάγια και τον Μιχαήλ, ήρθε η σειρά του Ζαϊρί και μετά του Ντιόγκο και του Ντουντού, και με αυτούς τους ρυθμούς, του Ζίκο— συνεχίζεται απτόητη. Ο Ολυμπιακός διάλεξε στο σύνολό του μια πρακτική αποδεδειγμένα αυτοκαταστροφική και εξ ορισμού ασύμβατη με οποιαδήποτε δυνατότητα για την επίλυση προβλημάτων. Τις πταίει για αυτό;